- λευκαθέω
- λευκαθέω (Α)(πιθ. ανάγν.) λευκαθίζω*.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται στον τ. τής γεν. πληθ. τής μτχ. ενεστ. λευκαθεόντων «με λαμπρό λευκό χρώμα» (Ησιόδ. Ασπ. 14β), ο οποίος σχηματίστηκε για μετρικούς λόγους στο τέλος στίχου αντί τού τ. λευκαθόντων τού αμάρτυρου *λευκάθω (βλ. λευκαθίζω)].
Dictionary of Greek. 2013.